ανταγωνισμός

ανταγωνισμός
(Βιολ.). Όρος ο οποίος αναφέρεται σε τρεις διαφορετικούς τομείς. 1. Α. που εμφανίζεται ανάμεσα σε δύο οργανισμούς που μεγαλώνουν πολύ κοντά o ένας στον άλλο. Έχει ως αποτέλεσμα την καταστολή της ανάπτυξης του ενός λόγω της δημιουργίας αντίξοων συνθηκών που δημιουργεί ο δεύτερος. Παρατηρείται ιδιαίτερα στους μικροοργανισμούς και μπορεί να οφείλεται είτε στη δημιουργία τοξικών ουσιών (π.χ. αντιβιοτικά, όπως η πενικιλίνη από διάφορους μύκητες) που εμποδίζουν την ανάπτυξη του άλλου οργανισμού είτε στην εξάντληση των θρεπτικών ουσιών. 2. Α. φαρμάκων, ορμονών κ.ά. που προκαλούν αντίθετα αποτελέσματα μεταξύ τους. Περιλαμβάνει και τον α. ιόντων, δηλαδή τη διακοπή της δράσης κάποιου ανεξάρτητου ιόντος λόγω της παρουσίας κάποιου άλλου· π.χ. το μαγνήσιο είναι αναισθητικό, το ασβέστιο αντιτίθεται σε αυτή τη δράση. O ιοντικός α. παρεμποδίζεται με τη χρησιμοποίηση φυσιολογικού ορού (διάλυμα χλωριούχου νατρίου). 3. Α. των μυών που προκαλούν αντίθετες κινήσεις, έτσι ώστε η χαλάρωση του ενός να συνοδεύεται από τέντωμα του άλλου. Τα αντανακλαστικά εξασφαλίζουν τον α. αυτό.
* * *
ο
1. το να είναι κάποιος ανταγωνιστής, αντίπαλος άλλου
2. άμιλλα μεταξύ ατόμων με τις ίδιες ή παραπλήσιες επιδιώξεις
3. αθέμιτος ανταγωνισμός, η προσπάθεια να επικρατήσει κανείς οικονομικά χρησιμοποιώντας απέναντι των ανταγωνιστών του αθέμιτα μέσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανταγωνισμός — ο άμιλλα ανάμεσα σ αυτούς που επιδιώκουν τον ίδιο ή παραπλήσιο σκοπό: Στα λεγόμενα ελεύθερα επαγγέλματα υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαειδικός ανταγωνισμός — Ο ανταγωνισμός μεταξύ οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Ονομάζεται έτσι για να διακρίνεται από τον ενδοειδικό ανταγωνισμό, ο οποίος αναφέρεται σε άτομα του ίδιου είδους. Γενικά ως ανταγωνισμός μπορεί να οριστεί η χρήση ενός πόρου… …   Dictionary of Greek

  • αθέμιτος ανταγωνισμός ή συναγωνισμός — Στο καθεστώς της ελεύθερης οικονομίας, ο οικονομικός ανταγωνισμός (ή συναγωνισμός) κατοχυρώνεται και προστατεύεται από τους νόμους και το σύνταγμα. Ο τρόπος άσκησής του όμως δεν πρέπει, σύμφωνα με τον νόμο, να υπερβαίνει ορισμένα όρια που… …   Dictionary of Greek

  • ενδοειδικός ανταγωνισμός — Ο ανταγωνισμός μεταξύ ατόμων που ανήκουν στο ίδιο είδος. Είναι πολύ πιο έντονος από τον διαειδικό ανταγωνισμό (βλ. λ.), γιατί τα άτομα του ίδιου είδους έχουν τον ίδιο ακριβώς οικολογικό θώκο, δηλαδή έχουν τις ίδιες ανάγκες και προσπαθούν να… …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • καρτέλ — Σύμπραξη ανάμεσα σε επαγγελματικές, συνδικαλιστικές ή πολιτικές ομάδες με σκοπό την κοινή δράση. Η συνεννόηση αυτή μπορεί να γίνει είτε με τον καθορισμό των κατώτερων τιμών στις οποίες θα πωλούν διάφορα προϊόντα είτε με τον περιορισμό της… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”